- κοάζω
- κοάζω βλ. πίν. 35
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κοάζω — [κοάξ] 1. (για βάτραχο) φωνάζω κοάξ κοάξ 2. (για άνθρωπο) μιλώ σαν τον βάτραχο ή μιμούμαι τη φωνή τών βατράχων … Dictionary of Greek
κοάζω — λέγεται για τους βατράχους και σημαίνει φωνάζω «κοάξ κοάξ» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοασμός — ο [κοάζω] η φωνή τών βατράχων ή η απομίμηση τής φωνής τών βατράχων … Dictionary of Greek
κόασμα — το η φωνή τών βατράχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek